- χλέος
- ὁ, Αχλῆδος*.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλῆδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλήδος — και χληδός, ὁ, Α λάσπη με σκουπίδια που παρασύρει και κατεβάζει ποταμός ή χείμαρρος («τὸν χλῆδον ἐκβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία συνδέεται πιθ. με τον τ. χλέος, που εμφανίζει την ίδια σημ. και το ίδιο… … Dictionary of Greek